- λαπαρός
- λαπαρός, -ά, -όν (Α)1. χαλαρός, λαγαρός (α. «τὸ λαπαρὸν τῆς πλευρῆς», Ιπποκρβ. «ὄπισθεν λαπαρόν, ἔμπροσθεν ἐξέχον», Ιπποκρ.)2. (για μαξιλάρι) βαθουλωτό, μαλακό3. (για πόνο)ελαφρός, μαλακός4. (κατά τον Ησύχ.) «ἀσελγής, ἀκόλαστος, λάγνος».επίρρ...λαπαρῶς (Α)με χαλαρό τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθ. < θ. λαπ- που μαρτυρείται σε γλώσσα τού Ησυχίου (ἔλαψαδιέφθειρα) + κατάλ. -αρός, που εμφανίζεται σε συγγενείς σημασιολογικά λέξεις (πρβλ. λαγαρός, πλαδαρός, χαλαρός). Ο τ., τέλος, συνδέεται με τα λαπάσσω, λαπάρα, λάπαθα].
Dictionary of Greek. 2013.